- δεσμοφύλακας
- geôlier
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
δεσμοφύλακας — ο (AM δεσμοφύλαξ) ο φύλακας τής φυλακής, αυτός που επιβλέπει τους φυλακισμένους … Dictionary of Greek
δεσμοφύλακας — ο υπάλληλος των φυλακών, δουλειά του οποίου είναι η φύλαξη των κρατουμένων: Πολλές φορές, οι δεσμοφύλακες είναι απάνθρωπα αυστηροί με τους κρατούμενους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δεσμοφύλακας — δεσμοφύλαξ gaoler masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσμός — ο (AM δεσμός) 1. το μέσο (σκοινί, ταινία, λουρί) με το οποίο δένεται κάτι 2. σύνδεσμος, σχέση αμοιβαιότητας («έχουν ερωτικό δεσμό», «κατὰ φιλίας δεσμόν», «δεσμοὶ γὰρ οὗτοι πάσης πολιτείας») 3. ο κόμπος 4. φρ. «ο Γόρδιος δεσμός» κόμπος τόσο… … Dictionary of Greek
May 13 (Eastern Orthodox liturgics) — May 12 Eastern Orthodox Church calendar May 14 All fixed commemorations below celebrated on May 26 by Old Calendarists Contents 1 Saints 1.1 Other commemorations 2 Notes … Wikipedia
βασανιστής — ο (θηλ. βασανίστρια και στρα, η) (AM βασανιστής, ο, θηλ. βασανίστρια, η) [βασανίζω] αυτός που βασανίζει αρχ. 1. αυτός που εξετάζει κάτι λεπτομερώς 2. ο δεσμοφύλακας … Dictionary of Greek
γλυκερία — (2ος αι. μ.Χ.).Μάρτυρας του χριστιανισμού από την Τραϊανούπολη. Έζησε στα χρόνια του αυτοκράτορα Αντωνίου του Ευσεβούς (138 161 μ.Χ.). Φυλακίστηκε γιατί γκρέμισε έναν ειδωλολατρικό βωμό. Στη συνέχεια δόθηκε ως τροφή στα θηρία. Ο δεσμοφύλακάς της… … Dictionary of Greek
γυναικοφύλακας — ο δεσμοφύλακας σε γυναικείες φυλακές. [ΕΤΥΜΟΛ. < γυνή, γυναικός + φύλαξ ( κος). Η λ. γυναικοφύλαξ μαρτυρείται στην Εφημερίδα τής Κυβερνήσεως τού Βασιλείου τής Ελλάδος (αρχή εκδ. 1833)] … Dictionary of Greek
δεσμοφυλακείο — το το οίκημα στο ο ποίο διαμένει ο δεσμοφύλακας. [ΕΤΥΜΟΛ. < δεσμοφύλαξ. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό τού Αγγέλου Βλάχου] … Dictionary of Greek
δεσμοφύλαξ — ο βλ. δεσμοφύλακας … Dictionary of Greek
ειργμοφύλαξ — εἱργμοφύλαξ, ο (Α) δεσμοφύλακας … Dictionary of Greek